πάρωος

πάρωος
ὁ, Α
βλ. παρείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • RUSSEUS — inter equorum colores, Graece πυῤῥὸς; potiûs quam rufus, Palladius, l. 4. c. 13. Colores (equorum) hi praecipui, badius, aureus, albineus, russus etc. Unde roux Gallicum. Reseum Isidorus perperam scribit Origin. l. 12. c. 1. Vide supra ubi de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρείας — και παρούας και πάρωος, ὁ Α 1. ο πορείας όφις, σταχτοκόκκινο ιερό φίδι τού Ασκληπιού 2. (ενν. ίππος) καστανόχρωμο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειαί. Το ερπετό ονομάστηκε έτσι λόγω τής μεγάλης γνάθου του. Ο τ. παρούας έχει προέλθει από επίδραση τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • παρόα — και παρούα και παραύα, ἡ, Α πάπ. (θηλ. τού παρειάς ή πάρωος ή παρώας ή παρούας), η καστανόχρωμη φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παρῶαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”